Η τηλεόραση σαν εκκλησία
Πολλές και τρανταχτές είναι οι ομοιότητες της σύγχρονης τηλεόρασης με τη θρησκεία. Όσιοι και άγιοι, τιμωροί
και εξομολογητές, φιλανθρωπίες και αγαθοεργίες, προκαθορισμένες λειτουργίες κάθε ώρα της ημέρας και πολλές ακόμη συμπτώσεις, κάθε άλλο παρά τυχαίες, περιγράφουν το προφίλ του πιο τρέντι όπιου των λαών.
Συχνά διαπιστώνουμε ότι σήμερα η τηλεόραση παίζει ένα ρόλο παρόμοιο με εκείνον της Εκκλησίας -εξάλλου έχει ειπωθεί ότι η Εκκλησία, ιδίως την εποχή της αποικιακής εξάπλωσης, ήταν το πρώτο ΜΜΕ. Τα δελτία των οχτώ μοιάζουν να ισοδυναμούν με τη θεία τηλεοπτική λειτουργία που τελείται χοροστατούντος του αρχιερέα - παρουσιαστή. Στα παράθυρα, ο δεξιός και ο αριστερός ψάλτης, ενίοτε και ο κεντροδεξιός, ο κεντροαριστερός. Και στα κανάλια ισχύουν τελετουργικοί κανόνες, κάπως πιο χαλαροί από ό,τι στους ιερούς ναούς: Ο όρθρος, δηλαδή οι πρωινές ενημερωτικές εκπομπές, οι παρακλήσεις, τα τρισάγια, ο εσπερινός, ενίοτε και οι ολονυχτίες, όπως συμβαίνει αρκετές φορές την εβδομάδα με τις γνωστές εκπομπές αποκαλύψεων. Όπως και ο πιστός χριστιανός, έτσι και ο πιστός τηλεθεατής πρέπει να ξενυχτήσει γιατί η σωτηρία της ψυχής, η σωτηρία του δημόσιου βίου είναι πολύ μεγάλο πράγμα.
Στο πάνθεον της τηλεόρασης υπάρχουν οι όσιοι και οι άγιοι, δηλαδή οι τηλεστάρ, οι πρεσβευτές της θείας θέλησης επί της γης, στους οποίους καταφεύγουν οι πιστοί για να μεσολαβήσουν στον Ύψιστο και να τους προσφέρουν παρηγοριά.
Όπως η Εκκλησία, έτσι η τηλεόραση αναλαμβάνει και φιλανθρωπικό έργο (βλέπε λαμπεροί τηλεμαραθώνιοι στις παραμονές των γιορτών) αλλά και έκτακτοι έρανοι και επιχειρήσεις σωτηρίας σε όλη τη διάρκεια του χρόνου ενώ τη θέση του πιστού χριστιανού έχει καταλάβει ο «επικοινωνιακός πολίτης», αυτός που «ανοίγεται» μπροστά στην κάμερα.
Κάθε θρησκεία έχει και τους προφήτες της. Τη σαπίλα της κοινωνίας καταγγέλλουν με βιβλικό ύφος οι τηλεπροφήτες, αποκαλύπτουν την αλήθεια για τα χαλασμένα τυριά και τα βρώμικα στρώματα, αποφεύγοντας όμως να μιλήσουν για τις σχέσεις εκμετάλλευσης στους χώρους εργασίας... Αυτά είναι παλιομοδίτικα πράγματα.
Μερικοί τηλεστάρ θυμίζουν το Θεό της Παλαιάς Διαθήκης ή μάλλον ενσαρκώνουν κάποιες από τις ιδιότητές του: Είναι εκδικητές και τιμωροί, στέλνουν τους διεφθαρμένους δικαστές στον Κορυδαλλό, αποκαλύπτουν τους διαπλεκόμενους πολιτικούς και δημοσιογράφους, φέρνουν το έλεος και την κάθαρση στην κοινωνία, μερικές φορές παρέχουν και συγχωροχάρτια.
Όσοι αμφισβητούν το τηλεοπτικό ιερατείο υποτίθεται ότι βρίσκονται υπό την επήρεια του Αντίχριστου ή χαρακτηρίζονται νεολουδίτες και άσχετοι που δεν καταλαβαίνουν τους νόμους του Μέσου.
Με αφορμή τα γεγονότα στην Αμάρυνθο και αργότερα του Αγρινίου, πολλοί επώνυμοι και στην τηλεόραση και στον γραπτό Τύπο, επέκριναν τους επικριτές των τηλεοπτικών μεθόδων ανακρίσεων και παρουσίασης που εφαρμόστηκαν. Τα επιχειρήματά τους είναι ότι αυτά θέλει ο λαός, αυτοί είναι οι νόμοι της αγοράς, ότι οι τηλεοπτικοί σταθμοί είναι επιχειρήσεις και όχι κοινωφελή ιδρύματα. Λένε επίσης ότι η κριτική προέρχεται από συναδέλφους που είναι βολεμένοι στις πολυθρόνες τους, στα γραφεία τους, από άτομα που δεν ξέρουν τι σημαίνει ρεπορτάζ. Άλλοι αποδίδουν τα αίτια των επικρίσεων στο φθόνο των «γραφιάδων», που δεν έχουν το χρήμα και την αναγνωρισιμότητα των συναδέλφων τους της τηλεόρασης.
Ασφαλώς το ρεπορτάζ είναι το πιο γοητευτικό κομμάτι της δημοσιογραφίας, μόνο που σήμερα το τηλεοπτικό ρεπορτάζ στις περισσότερες περιπτώσεις πραγματοποιείται με όρους ριάλιτι, με όρους θεάματος. Κυνηγοί κεφαλών έχουν γίνει οι ρεπόρτερ, οι βοηθοί των μεγαλοπαρουσιαστών. Βρες τη γιαγιά του δολοφόνου, βρες τον θείο ή τον εξάδελφο του θύματος, στην ανάγκη βρες τον τρελό του χωριού. Αυτό δεν είναι η αποθέωση, αλλά η ξεφτίλα του ρεπορτάζ.
Μόνο ένα από τα επιχειρήματα των «απέναντι» είναι βάσιμο: Ότι οι γελοιότητες, οι ακρότητες δεν περιορίζονται στην τηλεόραση, αλλά αφθονούν και στον γραπτό Τύπο.
Λίγο μετά την Αμάρυνθο, η Εσπρέσο κυκλοφορεί με πρωτοσέλιδο τίτλο «τη βίασαν με σκουπόξυλο». Μια εφημερίδα που την αγοράζουν 5.000 αναγνώστες, αλλά ενάμιση εκατομμύριο άνθρωποι θα διαβάσουν την πρώτη σελίδα κρεμασμένη στο περίπτερο...
Όσο αποθεώνεται ο δημοσιογράφος ατομικός μαχητής, ο ακριβοπληρωμένος Δον Κιχώτης, ο ιππότης πάνω στο άσπρο άλογο (ή μάλλον πάνω στον ίππο τον χλωρό, το κίτρινο άλογο της Αποκάλυψης), παράλληλα υποβαθμίζεται, απαξιώνεται η εργασία των δεκάδων χιλιάδων εργαζομένων στα ΜΜΕ.
Δεν είναι μόνον οι υλικές συνθήκες άσκησης του επαγγέλματος, τα μπλοκάκια, η εντατικοποίηση, η μαύρη εργασία, οι απολύσεις. Είναι η απουσία κάθε δημοκρατικού ελέγχου, η απουσία δημοκρατικής συμμετοχής σε όλα τα επίπεδα παραγωγής των ειδήσεων, της ενημέρωσης, συχνά και της ψυχαγωγίας.
Όσο ο δημοσιογράφος αποκτά ιερατικό κύρος (π.χ., υπουργός τρέχει με τις πιζάμες στο στούντιο για να μιλήσει στη λάιβ εκπομή) τόσο ο ανώνυμος γραφιάς, ο υλατζής, ο διορθωτής, ο οπερατέρ, ο ρεπορτεράκος με το μαρκούτσι, πακιστανοποιείται, αλβανοποιείται, γίνεται σαν τον καντιλανάφτη, τη νεωκόρισσα που σφουγγαρίζει την εκκλησία.
Αυτή η διαδικασία της απαξίωσης και της αποξένωσης δεν συντελείται μόνο στα ΜΜΕ, αλλά σχεδόν σε όλους τους εργασιακούς χώρους. Όσο ελεύθεροι είναι οι εργαζόμενοι π.χ. να μην πουλάνε ληγμένο τυρί στο σουπερμάρκετ, άλλο τόσο ελεύθεροι είμαστε εμείς οι δημοσιογράφοι να προβάλλουμε ή να αποσιωπούμε τις αλήθειες ή τις μισές αλήθειες που εναρμονίζονται με τα συμφέροντα των εργοδοτών μας.
Είναι αυτονόητο ότι η Ελευθεροτυπία, το απεριόριστο δικαίωμα της ατομικής έκφρασης είναι ένας μύθος και ότι τα όρια της ελευθερίας μας είναι αυτά που καθορίζουν οι εργοδότες μας. Η αυτολογοκρισία όχι μόνο ζει και βασιλεύει, αλλά γιγαντώνεται και δεν αντέχω στον πειρασμό να μην αναφέρω έναν κυνικό ορισμό που έδωσε ένας Αμερικανός για το τι σημαίνει δημοσιογραφία:
«Δημοσιογράφος είναι αυτός που στη μισή εργάσιμη ζωή του μιλάει ή γράφει για πράγματα τα οποία δεν ξέρει καθόλου και στην άλλη μισή το βουλώνει όσον αφορά τα πράγματα τα οποία γνωρίζει πολύ καλά».
ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΙΝ 21/01/07 ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΤΖΙΑΝΤΖΗ
No comments:
Post a Comment